Θαύμαζε, ανέκαθεν, τους Αιθίοπες και τους Κενυάτες δρομείς∙ εκείνους που νικούσαν ακόμη και τον πόνο. Πολλές επιστημονικές μελέτες έχουν καταλήξει πως αυτοί οι δρομείς απέχουν παρασάγγας από τους Ευρωπαίους και Αμερικανούς συναθλητές τους, κυρίως λόγω αντοχής στον πόνο. Η ικανότητά τους, δηλαδή, δε σχετίζεται ούτε με ιδιαιτερότητες του σώματός τους, ούτε με την προπόνησή τους σε υψόμετρο, ούτε με την ενδεδειγμένη διατροφή τους. Έμαθαν από μικροί ν’ αντέχουν τις κακουχίες, τη στέρηση, τον πόνο. Έτρεχαν ξυπόλητοι πάνω σε ανώμαλα εδάφη, γεμάτα πέτρες και αγκάθια, για να φτάσουν στο σχολείο. Είχαν τεράστιο κίνητρο∙ να γλιτώσουν από τη φτώχεια και την εξαθλίωση οι ίδιοι και οι οικογένειές τους. Παρόλο που το μέγιστο του κόπου τους καρπώνονταν οι μάνατζερ που τους ανακάλυπταν, το μερίδιό τους αρκούσε για να ζήσουν μια αξιοπρεπή ζωή, να συνδράμουν την οικογένειά τους και, φυσικά, να κατακτήσουν μια θέση στο παγκόσμιο πάνθεον των δρομέων αντοχής.
Τους χαρακτήριζε και κάτι ακόμη. Το τρέξιμό τους έμοιαζε περισσότερο παιχνίδι παρά επίπονη αερόβια άσκηση. Ενώ η υπερπροσπάθεια αυλάκωνε τα πρόσωπα των αντιπάλων τους, αυτοί χαμογελούσαν αυτάρεσκα! Μικροί δεν έπαιξαν, δε μάτωσαν στις αλάνες, δεν κοινωνικοποιήθηκαν. Αργότερα, δε σπούδασαν. Δεν ξεχώρισαν παρά για την ικανότητά τους να καταπίνουν χιλιόμετρα, να κόβουν πρώτοι το νήμα, να ζουν με σύνεση, να μιλούν ελάχιστα, να ξυπνούν καταμεσής στ’ όνειρά τους.
Θαύμαζε τους ασυναγώνιστους Αφρικανούς δρομείς. Αυτούς που έτρεχαν δίχως χρονόμετρο, συμπληρώματα διατροφής, το πιθανότερο δίχως παράνομα σκευάσματα. Αυτούς που ξεδιψούσαν με νερό, έσταζαν τίμιο ιδρώτα, κοιτούσαν μοναχά εμπρός, ήταν μαθημένοι στις επευφημίες και τον θαυμασμό, φλέρταραν διαρκώς με το βάθρο, τον κότινο, την υστεροφημία.
Είχε ένα όνειρο. Να ταξιδέψει στα μέρη τους∙ την Κένυα, την Αιθιοπία. Να προπονηθεί πλάι τους. Να πιει από το ποτήρι τους, να φάει από το πιάτο τους, να ξαπλώσει στο ντιβάνι τους, να μπερδευτεί στα όνειρά τους. Έχουν όνειρα αυτοί οι σπουδαίοι δρομείς; Ή, μονάχα, κατορθώματα; Δίχως όνειρα, δεν υφίστανται επιτυχίες. Τα όνειρά τους, όμως, είναι ταπεινά∙ καθαρό νερό, υγιεινό φαγητό, ένα μαλακό στρώμα, μια στέγη, μια συντροφιά. Και όλα ετούτα είναι εφικτά, με σκληρή προπόνηση, εξοικείωση με τον πόνο και τις στερήσεις. Ήθελε να ζήσει μαζί τους, ν’ αναπνεύσει το ζεστό αέρα του τόπου τους, να τρέξει ξοπίσω τους ως την άκρη του ορίζοντα, να νοιώσει την τιμή ν’ ακολουθεί τη σκιά τους. Είχε ακούσει για αγώνες μεταξύ τους σε ιδιαιτέρως σκληρές συνθήκες. Θα μπορούσε, άραγε, να σταθεί στην εκκίνηση ενός τέτοιου αγώνα; Να μυηθεί σε μια αγωνιστική τελετή, στα όρια του μεταφυσικού;
Κάποτε, είχε την τύχη να παρακολουθήσει από τις κερκίδες του Ολυμπιακού σταδίου της Αθήνας – στη διάρκεια του παγκόσμιου πρωταθλήματος στίβου – τον Αιθίοπα ήρωα, Haile Gebrselassie, να καλπάζει σαν καθαρόαιμο άλογο στην τελευταία στροφή των 10.000 μέτρων και να συντρίβει τον Κενυάτη αντίπαλό του, Paul Tergat. Μετά τη νίκη του, συμπατριώτες του έσπασαν τον αστυνομικό κλοιό και, σηκώνοντάς τον στα χέρια, έκαναν μαζί του το γύρο του θριάμβου, ενώπιον ενός κοινού συνεπαρμένου από την ανεπανάληπτη νίκη του. Ο σπουδαίος Αιθίοπας δρομέας – κυρίαρχος στις αποστάσεις από 1.500 μέτρα έως και ημιμαραθώνιο - δεν έτρεχε παρά για τον τόπο του. Να κτίσει σχολεία, νοσοκομεία. Να προσφέρει αξιοπρέπεια κι ελπίδα στους ομοεθνείς του. Δικαίως, τον αντιμετώπιζαν ως εθνικό ήρωα.
Εκείνη τη βραδιά, κατανόησε γιατί αγάπησε τις μεγάλες αποστάσεις. Γιατί τις γνώρισε μέσα από κατορθώματα ξεχωριστών, για την ταπεινότητά και τη συστολή τους, αθλητών. Αθλητών ανθρώπων, που έτρεχαν σαν ελάφια εμπρός από αντιπάλους και ρεκόρ, προκειμένου να μεταφέρουν στον τόπο και τα παιδιά τους την ελπίδα. Κι εκείνοι που τρέχουν για την ελπίδα των ομοίων τους, είναι κάτι περισσότερο από σπουδαίοι. Αυτό θαύμασε στους καταφρονεμένους δρομείς της Αφρικής. Τη μεγάλη τους δρομική στόφα μα και την πελώρια καρδιά τους. Μια καρδιά ευρύχωρη για τους δυστυχείς συμπατριώτες τους.
Στις δυτικές πρωτεύουσες και καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, διοργανώνονται εκατοντάδες μαραθώνιοι δρόμοι∙ ευκαιρία να παρακολουθήσει κανείς από κοντά διάσημους Αφρικανούς, και όχι μόνο, δρομείς να συναγωνίζονται για την αθλητική τους αξιοπρέπεια. Αρχές Νοέμβρη, στην Αθήνα, χιλιάδες δρομείς διανύουν από τον Μαραθώνα έως το Καλλιμάρμαρο την πιο τραχιά μαραθώνια διαδρομή. Τρέχουν σε διαδρομή ορόσημο της αθλητικής και όχι μονάχα ιστορίας. Τόλμησε τρεις φορές, στη διάρκεια της ενασχόλησής του με το ερασιτεχνικό τρέξιμο, να σταθεί στην εκκίνηση του σπουδαίου αγώνα. Ένοιωσε ρίγος στην πρώτη πιστολιά, τον πόνο και την κακουχία διανύοντας την ανισόπεδη διαδρομή και το ίδιο δέος λίγο πριν εμφανιστεί στο Καλλιμάρμαρο. Εκεί όπου οι φημισμένοι Κενυάτες κι Αιθίοπες έφταναν χαμογελώντας προς την τόσο απλόχερη μοίρα τους. Κάποια χρονιά, μαζί με τα παιδιά του, στάθηκε ανάμεσα σ’ ένα πολύχρωμο πλήθος που ανέμενε ναι χειροκροτήσει μαραθωνοδρόμους από ολάκερο τον κόσμο και, φυσικά, Αφρικανούς. Μόλις έκοβε το νήμα ο πρώτος δρομέας, τα παιδιά του τον ρώτησαν γιατί, άραγε, γελούσε. Βρέθηκε απροετοίμαστος για ένα τέτοιο ερώτημα. «Γιατί γελούν οι άνθρωποι;» τους αντέταξε. «Γιατί, ίσως, κουράστηκαν να κλαίνε» πρόσθεσε. Εκείνη τη στιγμή είχε δώσει, ακούσια, μεγάλο κίνητρο στα παιδιά του ν’ ασχοληθούν με τις αποστάσεις∙ για να μπορούν, πότε πότε, να γελούν.
-------------------------
6 Νοέμβρη 2005, Κυριακή πρωί
Απονομή μεταλλίων στους τρεις πρώτους νικητές του 23ου Κλασικού Μαραθώνιου Αθηνών
Καλλιμάρμαρο Στάδιο
Θεόδωρος Πούλιας,
Φιλόλογος, ερασιτέχνης δρομέας